- χριστοειδώς
- Αεπίρρ. βλ. χριστοειδής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χριστοειδής — ες, ΜΑ εκκλ. όμοιος με τον Ιησού Χριστό, χριστοείκελος*. επίρρ... χριστοειδῶς Α με χριστοειδή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + ειδής*] … Dictionary of Greek